τουρκόφωνος

τουρκόφωνος
-η, -ο, Ν
αυτός που χρησιμοποιεί ως μητρική του την τουρκική γλώσσα χωρίς να είναι Τούρκος (α. «τουρκόφωνοι πληθυσμοί» β. «τουρκόφωνες περιοχές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ελληνό-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Περ. Τριανταφυλλίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τουρκόφωνος — η, ο αυτός που έχει ως γλώσσα του την τουρκική και όχι τη γλώσσα της εθνικότητάς του: Έλληνες μικρασιάτες τουρκόφωνοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ουιγούροι — Τουρκικός λαός, που πιθανόν να είναι ο ανατολικότερος κλάδος των αρχαίων Τούρκων. Κυριάρχησαν στην Κασγαρία από τον 10o έως τον 12o αι. και δέχτηκαν τον ισλαμισμό όπως και τα άλλα τουρκικά φύλα. Χρησιμοποιούσαν για τη γραφή, ακόμα και μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • Τάταροι — Oνομασία με την οποία χαρακτηρίστηκαν γενικά, κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, στην Ευρώπη, όλοι οι πληθυσμοί μογγολικού κορμού της κεντρικής Ασίας, που ήταν τότε γνωστοί. Ο τρόμος που προκαλούσαν οι πληθυσμοί αυτοί ευνόησε τη μετατροπή του… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”